Η απόλυτη συνέχεια του «Όλα για την μητέρα μου». Η ταινία εκείνη είχε κλείσει με μια κατεβασμένη αυλαία, το «Μίλα της» ξεκινά με μια αυλαία που σηκώνεται. Η κάμερα καταγράφει μια παράσταση, άμεσα όμως στρέφει το βλέμμα της στο κοινό, σε δυο άνδρες που παρακολουθούν αποσβολωμένοι το όλο θέαμα. Ο ένας από αυτούς είναι ο Μάρκο και κλαίει. Δίπλα του κάθεται ο Μπενίνιο.
Σε μια σεκάνς, αυτή την πολύ πρώτη της ταινίας, ο Αλμοδόβαρ έχει μιλήσει με τον δικό του τρόπο για την ιστορία που θα ξετυλιχθεί. Δυο γυναίκες επί σκηνής,
κινούνται στον χώρο με τα μάτια κλειστά. Η μια από αυτές χορεύει και εισάγει τον χαρακτήρα της χορεύτριας, Αλίσια που θα εμφανιστεί στη συνέχεια. Ένας άνδρας της κάνει χώρο πάνω στη σκηνή, τη βοηθά με τα εμπόδια. Αυτός ο άνδρας στην πλοκή της ταινίας θα είναι ο Μπενίνιο που όσο περνά από το χέρι του θα είναι δίπλα της. Δυο γυναίκες θα μονοπωλήσουν το ενδιαφέρον δυο ανδρών στο σενάριο της ταινίας. Και αυτοί οι άνδρες είναι ο Μπενίνο με τον Μάρκο. Παρακολουθούν τις δυο γυναίκες του θεατρικού να «παίζουν» όπως ακριβώς θα γίνουν παρατηρητές δυο γυναικών στη ζωή τους. Οι γυναίκες του θεατρικού εκφράζουν μόνο με τα σώματά τους πόνο και έχουν τα μάτια τους κλειστά. Κλειστά παραμένουν και τα μάτια των δυο πρωταγωνιστριών της ταινίας για το μεγαλύτερο μέρος της.
Μα, γίνεται σε ταινία του Αλμοδόβαρ οι πρωταγωνίστριες να είναι σε κόμμα και οι πρωταγωνιστές παρόντες και ζωντανοί;
Πολλοί ήταν αυτοί που ξαφνιάστηκαν. Πότε ο «σκηνοθέτης γυναικών» αποφάσισε να τις κοιμίσει και να δώσει τον λόγο στους άνδρες;
Η ταινία διηγείται την ιστορία του Μπενίνο και του Μάρκο. Οι δυο τους γνωρίζονται στην κλινική όπου δουλεύει ως αποκλειστικός νοσοκόμος ο πρώτος. Μια δυνατή φιλία αναπτύσσεται μεταξύ τους, με αφορμή όμως μια γυναίκα. Ο Μάρκο, συγγραφέας τουριστικών οδηγών, βρίσκεται στην κλινική διότι η αγαπημένη του τραυματίστηκε εν ώρα εργασίας. Και ποια η δουλειά της; Ταυρομάχος! Ο δε Μπενίνο είναι και ο ίδιος ερωτευμένος εκείνο το διάστημα. Ερωτευμένος με τη χρόνια τώρα σε κόμμα ασθενή του Αλίσια.
Το σενάριο της συγκεκριμένης ταινίας δεν είναι ότι πιο main stream έχει δει κανείς. Ωστόσο το θέμα της είναι πολύ ανθρώπινο. Είναι ένας μικρός ύμνος στη φιλία και τον έρωτα, που στην εποχή μας γιατρεύουν τη μοναξιά και ομορφαίνουν την καθημερινότητα. Στην πρώτη θέαση της ταινίας, εάν αγνοείς την ταυτότητα του σκηνοθέτη δεν υποψιάζεσαι ότι πρόκειται για τον δημιουργό των ταινιών "Κικα" και "Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης". Αν όμως κοιτάξεις λίγο πιο προσεκτικά, πέρα από το σενάριο, θα αναγνωρίσεις το σινεμά του Αλμοδόβαρ και τον ίδιο να σου κλείνει το μάτι.
Οι γυναίκες εδώ είναι μόνο φαινομενικά «απούσες». Αν και για το μισό του έργου (περίπου) είναι σε κόμμα, είναι πιο ζωντανές από ποτέ. Η ζωντάνια τους δεν συνδέεται με τη φυσική τους κατάσταση, αλλά με
το πόσο επηρεάζουν τη ζωή των ανδρών που τις αγαπούν. Ακόμη και μέσα στην κλινική, σε κωματώδη κατάσταση, λειτουργούν σαν καταλύτης για τον Μπενίνιο και τον Μάρκο. Είναι πάρα πολλά τα στοιχεία που δυναμώνουν τον ρόλο των γυναικών σε αυτή την ταινία. Ο Αλμοδόβαρ ενισχύει συστηματικά την παρουσία της Αλίσια και της Λίντια μέσα από flashbacks. Μια πολύ προσεκτική ισορροπία κρατιέται καθόλη τη διάρκεια της ταινίας.
Η γυναικεία φύση δεν είναι απούσα αλλά παρούσα σε 2 επίπεδα, με διπλή διάσταση. Δυο γυναίκες διαφορετικές μεταξύ τους μονοπωλούν το ενδιαφέρον της πλοκής. Η ταυρομάχος Lindia, ένα θηλυκό γοητευτικό αλλά με έντονα "ανδρικά" χαρακτηριστικά, έχει καταλάβει έναν παραδοσιακά ανδροκρατούμενο χώρο με τόλμη
που θα ζήλευαν οι άνδρες συνάδελφοί της. Γίνεται λοιπόν η γυναίκα character της ταινίας. Η γυναίκα image και alter ego της Lindia, είναι η μπαλαρίνα Alicia. Η λεπτότητα και η θηλυκότητα των κινήσεών της στις σκηνές όπου κάνει πρόβες για την παράσταση είναι αξιοθαύμαστη. Δύο γυναίκες, δύο και τα βλέμματα της κάμερας. Η Λίντια πιο δυναμική γυρίζει το βλέμμα στην κάμερα, κοιτάζει κατάματα τον θεατή. Η Αλίσια παραδίδεται στο βλέμμα της κάμερας και εκείνο του θεατή σαν μια γυναίκα-εικόνα του Αμερικάνικου σινεμά του ’60. Το σώμα της Λίντια είναι γεμάτο πληγές και άγριο, το σώμα της Αλίσια είναι αψεγάδιαστο, λευκό και «αγγίζεται» με τρυφερότητα από την κάμερα, προβάλλοντας συνεχώς έναν αισθησιασμό. Ο Αλμοδόβαρ δεν αφήνει ούτε στιγμή τη γυναίκα-μούσα του στο περιθώριο.
Στο περιθώριο αντίθετα βρίσκονται πάλι οι άνδρες παρόλο που μιλάμε για μια ταινία η οποία υμνεί την ανδρική φιλία. Οι ανδρικοί χαρακτήρες δείχνουν και εδώ την ανικανότητά τους να αντεπεξέλθουν στις γύρω τους εξελίξεις. Μένουν μέχρι το τέλος απλοί παρατηρητές όπως εκείνο το βράδυ στο θέατρο. Η ζωή τους κρίνεται από το μέλλον των γυναικών ενώ η σεξουαλικότητά τους αμφισβητείται μονίμως.
Ο Μπενίνο δουλεύει σαν νοσοκόμος, επάγγελμα γυναικοκρατούμενο. Ομολογεί άμεσα ότι είναι gay (για να του επιτρέπεται να φροντίζει την Αλίσια) ενώ η σχέση του με τον Μάρκο είναι αμφιλεγόμενη. Ο Μάρκο, με τους ταξιδιωτικούς οδηγούς του, μειώνεται δίπλα σε μια γυναίκα ταυρομάχο. Ο ίδιος άνδρας εμφανίζεται πολύ ευαίσθητος και ευσυγκίνητος καθώς κλαίει πολύ συχνά.
Κάτι που ίσως κάνει αυτή την ταινία να ξεχωρίζει από τις υπόλοιπες του δημιουργού είναι ότι ο Αλμοδόβαρ καταφέρνει να εξαπατήσει τον μέσο θεατή και με επιτυχία. Έχει «ποτίσει» την ταινία του με τα θέματα που τον απασχολούν (gender identity, cross-gender κτλπ) αλλά όλα αυτά είναι κάτω και πέρα από την επιφάνεια.