Μια φορά και ένα καιρό ήταν μια μικρή, πολύ μικρή πόλη ονόματι Dogville. Τίποτα συναρπαστικό δε συνέβαινε ποτέ σ’αυτή την πόλη. Οι μόλις 15 της κάτοικοι γέμιζαν τη ζωή τους επαναλαμβάνοντας τα ίδια κάθε μέρα. Το Dogville έμοιαζε να περιμένει κάτι και δικαιώθηκε, αυτό το κάτι πήρε μορφή και εμφανίστηκε μια νύχτα μετά το άκουσμα πυροβολισμών. Δεν ήταν είδηση, δεν ήταν χιόνι ή βροχή, ήταν μια ψηλή, λεπτή ξανθιά κοπέλα, η Grace. Η Grace ζήτησε άσυλο στο Dogville εκείνη τη βραδιά μα οι κάτοικοί του ήταν σκεπτικοί. Τη λύση έδωσε ο σοφός του «χωριού» ο Tom : η Grace για δυο βδομάδες θα μείνει δοκιμαστικά στο Dogville βοηθώντας όλα τα νοικοκυριά. Αν αποδειχθεί χρήσιμη τότε μπορεί να μείνει όσο αυτή θελήσει. Η Grace δέχτηκε την πρόταση μ’ένα χαμόγελο αλλά την επόμενη μέρα διαπίστωσε ότι κανένα σπίτι δεν είχε ανάγκη το χέρι της.
Και πάλι ο Tom έδωσε τη λύση «θα τους βοηθάς κάνοντας άχρηστα πράγματα». Έτσι η Grace ξεκίνησε να φροντίζει τους θάμνους, να κρατά συντροφιά στον τυφλό του Dogville, να βοηθά στα μαθήματά τους τέσσερα παιδιά, να πηγαίνει στα περιβόλια και άλλα πολλά και κουραστικά. Όταν οι δυο εβδομάδες δοκιμής πέρασαν οι κάτοικοι συνεδρίασαν και αποφάνθηκαν ότι η Grace μπορεί να μείνει. Η Grace λοιπόν συνέχισε να κάνει περιττά πράγματα για τα νοικοκυριά του Dogville που όμως σύντομα έγιναν απαραίτητα. Καθιερώθηκε άμεσα να χτυπά η καμπάνα της πλατείας κάθε μια ώρα για να καταλαβαίνει η κοπέλα ότι πρέπει να τρέξει στο επόμενο νοικοκυριό να προσφέρει τις υπηρεσίες της.
Η Grace όμως δεν δυσανασχετούσε, ένοιωθε ότι έκανε σιγά σιγά φίλους, ότι προσέφερε τον εαυτό της στους άλλους και σαν αντάλλαγμα κέρδιζε τη συμπάθειά τους. Όταν η αστυνομία αναζητώντας την έφτασε και στο Dogville οι κάτοικοί του δεν την κατέδωσαν και ας ήταν η αμοιβή μεγάλη…To τίμημα όμως της Grace μεγάλωσε γιατί οι Dogvillιανοί αποφάσισαν πως δεν είναι και λίγο να κρύβουν κάποιον από την αστυνομία. Ο Tom πάντα καθησύχαζε την Grace και μεταξύ τους αναπτύχθηκε το φλερτ και ο έρωτας. Όταν η Grace έφτασε στα όριά της από την κούραση, την εκμετάλλευση και την σεξουαλική παρενόχληση των υποτιθέμενων φίλων της, ζήτησε τη βοήθεια του Tom για να αποδράσει. Ο φορτηγατζής του Dogville στο κόλπο, πληρώθηκε (αν και φίλος) και την έκρυψε μέσα στα μήλα, μόνο για να τη βιάσει και να τη γυρίσει πίσω στο χωριό, λέγοντας ότι δεν μπορούσε τελικά να τη φυγαδέψει.
Από εκείνη της την επιστροφή και έπειτα η Grace χάνει κάθε αξιοπρέπεια. Μια αλυσίδα της βαραίνει το σώμα και την καρδιά, δεν μπορεί να το σκάσει, έχει κουδουνάκι που χτυπά με κάθε της κίνηση. Τα αρσενικά του Dogville πλέον περνούν ανενόχλητα από το σπίτι της και ικανοποιούν τις ορέξεις τους γιατί πλέον η επαφή με την Grace γίνεται στα πλαίσια της υποτίμησης της και όλο το χωρία το γνωρίζει καλά. Μόνο ο Tom δεν πάει από κει, αγαπά την Grace αλλά μένει απλός θεατής των όσων γίνονται. Ξαφνικά όμως συνειδητοποιεί ότι δεν διαφέρει και πολύ από τους συντοπίτες του, η Grace με τον ερχομό της του γκρέμισε την εικόνα του εγώ του ως φιλοσοφημένη και σοφή οντότητα. Η Grace πρέπει να φύγει! Ο Tom καλεί τους γκάνγκστερς από τους οποίους την προφύλαξε εκείνο το βράδυ και έρχονται την επόμενη μέρα. H Grace τον είχε προειδοποιήσει ότι είναι πολύ επικίνδυνοι αυτοί οι άνθρωποι…
Η μαύρη λιμουζίνα φτάνει, οπλισμένοι άνδρες κατεβαίνουν, o Tom τους παραδίδει την Grace, εκείνοι σπάνε τις αλυσίδες της και της ζητούν να μπει στο αμάξι. Μόλις κάθεται χαιρετά τον πατέρα της. Η μεγάλη ανατροπή! Τόσο καιρό η Grace «κρυβόταν» από τον πατέρα της για να γλιτώσει τον βρώμικο κόσμο της μαφίας, δίπλα σε ανθρώπους καλούς και ενάρετους. Αποκαλεί τον πατέρα της αλαζόνα αλλά ο ίδιος λέει πως δεν έχει δει μεγαλύτερο αλαζόνα από την ίδια. Η Grace πήγε εκεί και ανέχτηκε πράγματα που ποτέ δεν θα έκανε η ίδια στους άλλους, η αλαζονεία της, λέει ο πατέρας της, την οδηγεί στο να συγχωρεί τους πάντες αναδεικνύοντας τον εαυτό της ηθικά ανώτερο από τους γύρω της. Η Grace βεβαίως δεν τα δέχεται όλα αυτά αλλά συνειδητοποιεί ότι οι δεκαπέντε άνθρωποι στους οποίους φέρθηκε τόσο καλά και νόμιζε για φίλους όλοι την πρόδωσαν. Βγαίνει από το αυτοκίνητο, προστάζει να βάλουν φωτιά στην πόλη, να τους σκοτώσουν όλους, μα κρατά για δικό της τον Tom…Είναι τόσο μεγάλη η απογοήτευση που της έδωσε που οπλίζει το χέρι της. Όλοι χάνονται, «Το Dogville πρέπει να χαθεί για να μην βρεθεί κάποιος άλλος περαστικός και πάθει τα ίδια» λέει η Grace. Η ιστορία όμως συνεχίζεται με την επόμενη ταινία του δημιουργού…
Η Grace δίνει στον εαυτό της, και σε μερικούς ανθρώπους την ευκαιρία να δείξουν την καλοσύνη τους. Η ιστορία όμως δείχνει ότι όσο καλός και να είναι κάποιος η κοινωνία δεν τον αφήνει να ξεδιπλώσει τις αρετές του. Η Grace υποφέρει από την άσχημη συμπεριφορά των γύρω της αλλά σκέφτεται πως είναι άνθρωποι με ελαττώματα και είναι επιεικής μαζί τους. Έδωσε τον καλύτερό της εαυτό πιστεύοντας στην καλοσύνη των ανθρώπων που βρίσκεται μέσα τους, κρυμμένη κάτω από τα ζωώδη ένστικτα. Κάποιοι παρομοίασαν την κοπέλα με τον Χριστό, ο Χριστός όμως η αλήθεια είναι ότι συγχωρούσε μέχρι το τέλος. Η Grace δεν λύγισε στο τέλος, απλά αισθάνθηκε άνθρωπος και όχι θεός και εκδικήθηκε το Dogville σώζοντας συνάμα και άλλους ανυποψίαστους περαστικούς. Η υποκρισία της μικρής κοινωνίας σε όλο της το μεγαλείο και ο Τρίερ συνθέτει ένα αριστουργηματικό παζλ ηθών και χαρακτήρων ξεγυμνώνοντας τον κινηματογράφο από κάθε περιττό στολίδι (σκηνικά, φωτισμό,μουσική). Όπως στο θέατρο του παραλόγου, μια σκηνή, κιμωλία στο πάτωμα να χωρίζει τα νοικοκυριά, και το δράμα της ανθρωπότητας, η αιώνια πάλη καλού κακού στο σανίδι!
Και πάλι ο Tom έδωσε τη λύση «θα τους βοηθάς κάνοντας άχρηστα πράγματα». Έτσι η Grace ξεκίνησε να φροντίζει τους θάμνους, να κρατά συντροφιά στον τυφλό του Dogville, να βοηθά στα μαθήματά τους τέσσερα παιδιά, να πηγαίνει στα περιβόλια και άλλα πολλά και κουραστικά. Όταν οι δυο εβδομάδες δοκιμής πέρασαν οι κάτοικοι συνεδρίασαν και αποφάνθηκαν ότι η Grace μπορεί να μείνει. Η Grace λοιπόν συνέχισε να κάνει περιττά πράγματα για τα νοικοκυριά του Dogville που όμως σύντομα έγιναν απαραίτητα. Καθιερώθηκε άμεσα να χτυπά η καμπάνα της πλατείας κάθε μια ώρα για να καταλαβαίνει η κοπέλα ότι πρέπει να τρέξει στο επόμενο νοικοκυριό να προσφέρει τις υπηρεσίες της.
Η Grace όμως δεν δυσανασχετούσε, ένοιωθε ότι έκανε σιγά σιγά φίλους, ότι προσέφερε τον εαυτό της στους άλλους και σαν αντάλλαγμα κέρδιζε τη συμπάθειά τους. Όταν η αστυνομία αναζητώντας την έφτασε και στο Dogville οι κάτοικοί του δεν την κατέδωσαν και ας ήταν η αμοιβή μεγάλη…To τίμημα όμως της Grace μεγάλωσε γιατί οι Dogvillιανοί αποφάσισαν πως δεν είναι και λίγο να κρύβουν κάποιον από την αστυνομία. Ο Tom πάντα καθησύχαζε την Grace και μεταξύ τους αναπτύχθηκε το φλερτ και ο έρωτας. Όταν η Grace έφτασε στα όριά της από την κούραση, την εκμετάλλευση και την σεξουαλική παρενόχληση των υποτιθέμενων φίλων της, ζήτησε τη βοήθεια του Tom για να αποδράσει. Ο φορτηγατζής του Dogville στο κόλπο, πληρώθηκε (αν και φίλος) και την έκρυψε μέσα στα μήλα, μόνο για να τη βιάσει και να τη γυρίσει πίσω στο χωριό, λέγοντας ότι δεν μπορούσε τελικά να τη φυγαδέψει.
Από εκείνη της την επιστροφή και έπειτα η Grace χάνει κάθε αξιοπρέπεια. Μια αλυσίδα της βαραίνει το σώμα και την καρδιά, δεν μπορεί να το σκάσει, έχει κουδουνάκι που χτυπά με κάθε της κίνηση. Τα αρσενικά του Dogville πλέον περνούν ανενόχλητα από το σπίτι της και ικανοποιούν τις ορέξεις τους γιατί πλέον η επαφή με την Grace γίνεται στα πλαίσια της υποτίμησης της και όλο το χωρία το γνωρίζει καλά. Μόνο ο Tom δεν πάει από κει, αγαπά την Grace αλλά μένει απλός θεατής των όσων γίνονται. Ξαφνικά όμως συνειδητοποιεί ότι δεν διαφέρει και πολύ από τους συντοπίτες του, η Grace με τον ερχομό της του γκρέμισε την εικόνα του εγώ του ως φιλοσοφημένη και σοφή οντότητα. Η Grace πρέπει να φύγει! Ο Tom καλεί τους γκάνγκστερς από τους οποίους την προφύλαξε εκείνο το βράδυ και έρχονται την επόμενη μέρα. H Grace τον είχε προειδοποιήσει ότι είναι πολύ επικίνδυνοι αυτοί οι άνθρωποι…
Η μαύρη λιμουζίνα φτάνει, οπλισμένοι άνδρες κατεβαίνουν, o Tom τους παραδίδει την Grace, εκείνοι σπάνε τις αλυσίδες της και της ζητούν να μπει στο αμάξι. Μόλις κάθεται χαιρετά τον πατέρα της. Η μεγάλη ανατροπή! Τόσο καιρό η Grace «κρυβόταν» από τον πατέρα της για να γλιτώσει τον βρώμικο κόσμο της μαφίας, δίπλα σε ανθρώπους καλούς και ενάρετους. Αποκαλεί τον πατέρα της αλαζόνα αλλά ο ίδιος λέει πως δεν έχει δει μεγαλύτερο αλαζόνα από την ίδια. Η Grace πήγε εκεί και ανέχτηκε πράγματα που ποτέ δεν θα έκανε η ίδια στους άλλους, η αλαζονεία της, λέει ο πατέρας της, την οδηγεί στο να συγχωρεί τους πάντες αναδεικνύοντας τον εαυτό της ηθικά ανώτερο από τους γύρω της. Η Grace βεβαίως δεν τα δέχεται όλα αυτά αλλά συνειδητοποιεί ότι οι δεκαπέντε άνθρωποι στους οποίους φέρθηκε τόσο καλά και νόμιζε για φίλους όλοι την πρόδωσαν. Βγαίνει από το αυτοκίνητο, προστάζει να βάλουν φωτιά στην πόλη, να τους σκοτώσουν όλους, μα κρατά για δικό της τον Tom…Είναι τόσο μεγάλη η απογοήτευση που της έδωσε που οπλίζει το χέρι της. Όλοι χάνονται, «Το Dogville πρέπει να χαθεί για να μην βρεθεί κάποιος άλλος περαστικός και πάθει τα ίδια» λέει η Grace. Η ιστορία όμως συνεχίζεται με την επόμενη ταινία του δημιουργού…
Η Grace δίνει στον εαυτό της, και σε μερικούς ανθρώπους την ευκαιρία να δείξουν την καλοσύνη τους. Η ιστορία όμως δείχνει ότι όσο καλός και να είναι κάποιος η κοινωνία δεν τον αφήνει να ξεδιπλώσει τις αρετές του. Η Grace υποφέρει από την άσχημη συμπεριφορά των γύρω της αλλά σκέφτεται πως είναι άνθρωποι με ελαττώματα και είναι επιεικής μαζί τους. Έδωσε τον καλύτερό της εαυτό πιστεύοντας στην καλοσύνη των ανθρώπων που βρίσκεται μέσα τους, κρυμμένη κάτω από τα ζωώδη ένστικτα. Κάποιοι παρομοίασαν την κοπέλα με τον Χριστό, ο Χριστός όμως η αλήθεια είναι ότι συγχωρούσε μέχρι το τέλος. Η Grace δεν λύγισε στο τέλος, απλά αισθάνθηκε άνθρωπος και όχι θεός και εκδικήθηκε το Dogville σώζοντας συνάμα και άλλους ανυποψίαστους περαστικούς. Η υποκρισία της μικρής κοινωνίας σε όλο της το μεγαλείο και ο Τρίερ συνθέτει ένα αριστουργηματικό παζλ ηθών και χαρακτήρων ξεγυμνώνοντας τον κινηματογράφο από κάθε περιττό στολίδι (σκηνικά, φωτισμό,μουσική). Όπως στο θέατρο του παραλόγου, μια σκηνή, κιμωλία στο πάτωμα να χωρίζει τα νοικοκυριά, και το δράμα της ανθρωπότητας, η αιώνια πάλη καλού κακού στο σανίδι!
2 σχόλια:
ti mou thimises twra
periergi xronia to 03
me kataloipa pou diarkoun
to eixe dei thimamai, kai entiposiastike
megali kalispera & se eyxaristw gia ta oraia post!
Olo mysthrio eisai "anonymous" alla afou sou arese to post mas arkei...!Kalhspera!
Δημοσίευση σχολίου