Επειδή το καλοκαίρι μας αποχαιρετα σύντομα ας θυμηθούμε μια ακόμη ταινία της κινηματογραφικής χρονιάς που έφυγε...
Στo Λονδίνο του 1950 μεταφερόμαστε για να παρακολουθήσουμε την ιστορία της Βέρα Ντρέικ. Η ηρωίδα, σύζυγος και μητέρα δύο παιδιών, ζει μια ήσυχη ζωή στις εργατικές κατοικίες, δουλεύοντας σκληρά για τα προς το ζην. Η Βέρα έχει όλες τις αρετές μιας καλής νοικοκυράς και προσφέρει καθημερινά φροντίδα σε όσους την έχουν ανάγκη. Κανείς από το συγγενικό ή φιλικό της περιβάλλον δεν θα μπορούσε όμως ποτέ να μαντέψει μέχρι ποιο σημείο θα έφτανε η καλοσύνη της. Η γλυκιά και ήρεμη Αγγλίδα κρύβει ένα σκοτεινό μυστικό. Στον ελεύθερο χρόνο της, χωρίς ηθικά διλήμματα, βοηθά άπορες γυναίκες να αποβάλουν. Όταν η Βέρα καλείται να απολογηθεί για την περίεργη της δραστηριότητα, έρχεται αντιμέτωπη με τους νόμους, την κοινωνία και την οικογένειά της.
Ο βραβευμένος δημιουργός Μάικ Λι γράφει και σκηνοθετεί την ιστορία της Βέρα Ντρέικ, τοποθετώντας την σκόπιμα στην εποχή του ’50. Η μελαγχολική ατμόσφαιρα της Αγγλικής πρωτεύουσας και οι γερασμένοι πρόωρα από τις κακουχίες κάτοικοί της, καταφέρνουν και μας μεταφέρουν πολύ φυσικά το κλίμα εκείνων των ημερών. Το 1950, μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, το Λονδίνο υποφέρει από την φτώχεια και την κοινωνική ανισότητα. Μέσα στη δυστυχία και το γκρίζο των ημερών, η ηρωίδα παρουσιάζεται ως πολύτιμη αχτίδα φωτός για πολλούς ανθρώπους. Προσφέρει πρόθυμα το τσάι και την παρέα της στους συνανθρώπους της ενώ χαμογελά απέναντι στα προβλήματα της ζωής και σιγοτραγουδά συνεχώς. Η Βέρα έχει καρδιά από χρυσάφι, όπως λέει ο άντρας της. Είναι ένα διαμάντι. Η ίδια όμως γυναίκα συλλαμβάνεται από τους αστυνομικούς κατηγορούμενη για παράνομες εκτρώσεις.
Τη στιγμή που το μυστικό της Βέρα αποκαλύπτεται, στον θεατή γεννάται η εξής απορία: πως η καλόκαρδη Βέρα μπλέκεται σε κάτι ανήθικο και παράνομο; Η συνενοχή της Βέρα στις εκτρώσεις σίγουρα διχάζει. Η δράση της είναι παράνομη, αλλά το γεγονός ότι δεν αμείβεται για τις «υπηρεσίες» της περιπλέκει τα πράγματα περισσότερο. Η «ετυμηγορία» του θεατή δυσκολεύει και άλλο διότι ο Λι οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια τα συναισθήματα μας προς το να συμπαθήσουμε τη μεσήλικη Ντρέικ προτού πληροφορηθούμε τις ανάρμοστες πράξεις της. Η «τεχνική» του Λι θυμίζει εκείνη του Λαρς Φον Τρίερ στο Δαμάζοντας τα κύματα. Η Βέρα σαν μια άλλη Μπές οδηγείται σε ανήθικες πράξεις από αγάπη. Η καλοσυνάτη πλευρά και των δύο ηρωίδων σκιαγραφείται έγκαιρα και έτσι η απάντηση στο ένοχη η αθώα, ηθική ή ανήθική δεν είναι ξεκάθαρη. Η καλοπροαίρετη Βέρα, βιώνοντας την σκληρή πραγματικότητα γύρω της, από αγάπη για τον συνάνθρωπο, επισκέπτεται φτωχές γυναίκες που θέλουν να απαλλαγούν από μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, πεπεισμένη ότι τους προσφέρει σωτήρια λύση.
Ο ίδιος ο Λι δεν επιβάλει την άποψή του επί του θέματος, άλλα μέσα από το σενάριό του φαίνεται να επικρίνει την κοινωνική ανισότητα της χώρας του το ’50, απέναντι στις αμβλώσεις. Ένα παραθυράκι του νόμου επέτρεπε τότε την έκτρωση, αν η γυναίκα βρισκόταν σε διαταραγμένη ψυχολογική κατάσταση. Άρα μόνο τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα που είχαν την πολυτέλεια μιας τέτοιας ιατρικής γνωμάτευσης, είχαν και δικαίωμα στην άμβλωση. Έτσι σε έναν τόσο άδικο κόσμο, η καλόκαρδη ηρωίδα της ταινίας γίνεται από «θύτης» θύμα, ενώ την ίδια στιγμή οι γιατροί που διέκοπταν κυήσεις γυναικών της υψηλής κοινωνίας, αν και εξίσου ένοχοι με την Βέρα, έμεναν ατιμώρητοι.
Η ταινία βραβεύτηκε με το χρυσό λιοντάρι καλύτερης ταινίας στο φεστιβάλ Βενετίας (2004) τόσο για τη θεματολογία της όσο και για τα ρεαλιστικά πορτρέτα απλοϊκών ανθρώπων που συνθέτει. Στο ίδιο φεστιβάλ, η πρωταγωνίστρια της ταινίας Ιμέλντα Στάντον απέσπασε το βραβείο καλύτερης γυναικείας ερμηνείας. Για την ερμηνεία της στο Vera Drake η Στάντον τιμήθηκε επίσης και στα φετινά British Academy Film Awards. Δυστυχώς όμως στην πρόσφατη 77η απονομή των Όσκαρ τόσο η Ιμέλντα Στάντον (υποψήφια για Όσκαρ πρώτου γυναικείου ρόλου) όσο και ο σκηνοθέτης της ταινίας Μάικ Λι (υποψήφιος για Όσκαρ καλύτερης σκηνοθεσίας) ηττήθηκαν από ένα «μωρό» ενός εκατομμυρίου δολαρίων (One million dollar baby).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου